- ημιλίτριον
- ἡμιλίτριον, τὸ (Α) [ημίλιτρον]μισή λίτρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡμιλίτριον — half pound neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιλιτρίων — ἡμιλίτριον half pound neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημίλιτρον — ἡμίλιτρον, τὸ (Α) 1. μισός οβολός 2. ημιλίτριον*, μισή λίτρα … Dictionary of Greek
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
λίτρα — η (AM λίτρα) νεοελλ. 1. παλαιά ονομασία τού λίτρου 2. βυζαντινή μονάδα βάρους τών νομισμάτων τής αυτοκρατορίας ίση με 327,456 γραμμάρια νεοελλ. μσν. βενετικό νόμισμα ίσο με το 1 / 6 τού δουκάτου μσν. μονάδα επιφανείας ίση με το 1 / 40 τού μοδίου… … Dictionary of Greek